- συντετηγμένων
- συντήκωfuse into one massperf part mp fem gen plσυντήκωfuse into one massperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλόκραμα — το κράμα συντετηγμένων μετάλλων, μίγμα δύο ή περισσότερων μετάλλων, αλλ. μεταλλικό κράμα … Dictionary of Greek